Anonymous

τέλμα: Difference between revisions

From LSJ
586 bytes added ,  31 December 2018
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[έλος]], [[βάλτος]], [[βούρκος]] (α. «ο [[κάμπος]] μετατράπηκε σε ένα τεράστιο [[τέλμα]]» β. «[[ὥσπερ]] περὶ [[τέλμα]] μύρμηκας ἤ βατράχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αδιέξοδο («η [[κατάσταση]] έχει περιέλθει σε [[τέλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιλύς]] που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού<br /><b>2.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («[[μετὰ]] δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] τών λίθων τειχώματος [[χώρος]], τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή [[λάσπη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τέλματα</i><br />[[έκταση]] με χαμηλό [[υψόμετρο]], που υφίσταται [[συχνά]] πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν [[πρῶτα]] ἄρχεται πίμπλασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το σλαβ. <i>time</i> «[[έλος]]»].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[έλος]], [[βάλτος]], [[βούρκος]] (α. «ο [[κάμπος]] μετατράπηκε σε ένα τεράστιο [[τέλμα]]» β. «[[ὥσπερ]] περὶ [[τέλμα]] μύρμηκας ἤ βατράχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αδιέξοδο («η [[κατάσταση]] έχει περιέλθει σε [[τέλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιλύς]] που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού<br /><b>2.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («[[μετὰ]] δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] τών λίθων τειχώματος [[χώρος]], τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή [[λάσπη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τέλματα</i><br />[[έκταση]] με χαμηλό [[υψόμετρο]], που υφίσταται [[συχνά]] πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν [[πρῶτα]] ἄρχεται πίμπλασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το σλαβ. <i>time</i> «[[έλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέλμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[στάσιμο]] [[νερό]], λιμνάζον [[νερό]], [[έλος]], βάλτος, [[βούρκος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., χαμηλή [[χώρα]] υποκείμενη σε [[πλημμύρα]], σε κατακλυσμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λάσπη]] λιμνάζοντος νερού, [[λάσπη]] χρήσιμη για την [[οικοδόμηση]], [[ασβέστης]], [[πηλός]], στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}