Anonymous

τετρώρυγος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_16)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρώρυγος''': -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.
|lstext='''τετρώρυγος''': -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[τετρόργυιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. <i>ὀργυιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώρυγος</i>)].
}}
}}