Anonymous

τορνευτής: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]».
}}
}}