τορνευτής
From LSJ
English (LSJ)
τορνευτοῦ, ὁ, turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευτής in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».