Anonymous

τιθηνός: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui allaite, qui nourrit ; qui paie, qui compense, gén..<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, avec redoubl. ; cf. [[τιθήνη]], <i>lat.</i> fello ; sur θ‖f, cf. [[θήρ]]‖fera, [[θύρα]]‖fores.
|btext=ός, όν :<br />qui allaite, qui nourrit ; qui paie, qui compense, gén..<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, avec redoubl. ; cf. [[τιθήνη]], <i>lat.</i> fello ; sur θ‖f, cf. [[θήρ]]‖fera, [[θύρα]]‖fores.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α [[τιθήνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού, [[τροφός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τιθηνός]]<br />[[άτομο]] που ασχολείται με την [[ανατροφή]] μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τιθηνός]]<br />[[παραμάννα]] μικρού παιδιού, [[τροφός]].
}}
}}