3,274,216
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])]. | |||
}} | }} |