3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρεχέδειπνος''': -ον, ὁ τρέχων εἰς [[δεῖπνον]] καὶ [[ὅταν]] ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A ([[ὅστις]] τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67. | |lstext='''τρεχέδειπνος''': -ον, ὁ τρέχων εἰς [[δεῖπνον]] καὶ [[ὅταν]] ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A ([[ὅστις]] τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]]. | |||
}} | }} |