Anonymous

τραχηλόσιμος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_17)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχηλόσῑμος''': -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ [[ταῦρος]], «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65.
|lstext='''τρᾰχηλόσῑμος''': -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ [[ταῦρος]], «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[κοντό]] λαιμό, [[κοντολαίμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]]»].
}}
}}