Anonymous

τρίζω: Difference between revisions

From LSJ
2,070 bytes added ,  29 September 2017
41
(T22)
(41)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=to [[squeak]], [[make]] a [[shrill]] [[cry]] ([[Homer]], [[Herodotus]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], Lucian, others): transitive, [[τούς]] δωντας, to [[grind]] or [[gnash]] the teeth, [[κατά]] τίνος, Ev. Nicod. c. 5.
|txtha=to [[squeak]], [[make]] a [[shrill]] [[cry]] ([[Homer]], [[Herodotus]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], Lucian, others): transitive, [[τούς]] δωντας, to [[grind]] or [[gnash]] the teeth, [[κατά]] τίνος, Ev. Nicod. c. 5.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παράγω]] τριγμό, [[δηλαδή]] [[λεπτό]], ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο [[ήχος]] του πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ' ἐτετρίγει», Βάβρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίζω]] τα δόντια σε κάποιον» — [[μιλώ]] σε κάποιον αυστηρά και απειλητικά<br />β) «τρίζουν τα κόκαλα του» — λέγεται για πεθαμένο που, αν ζούσε, θα αγανακτούσε από τη [[διαγωγή]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[αντί]] να τρίζει τ' [[αμάξι]], τρίζει το [[μαξιλάρι]]» ή «[[αντί]] να τρίζει ο [[ζυγός]] τρίζει το [[αλέτρι]]» — λέγεται για κάποιον που έχει βλάψει και παραπονιέται ή έχει αξιώσεις, [[αντί]] να παραπονιέται [[εκείνος]] που έχει πάθει τη [[ζημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για μικρά πτηνά ή και άλλα ζώα) [[εκβάλλω]] [[οξεία]] [[κραυγή]], [[τσιρίζω]] (α. «[[ὥσπερ]] τὴν [[χελιδόνα]] προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῑ τρίζειν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] από την [[φωνή]] τών πουλιών (<b>πρβλ.</b> και [[τρύζω]] / [[στρύζω]]) και συνδέεται με τα <i>στρί</i>(<i>γ</i>)<i>ξ</i> «[[κουκουβάγια]]» και λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]», τ. που εμφανίζουν όμως αρκτικό /<i>s</i>/].
}}
}}