3,273,088
edits
(41) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παράγω]] τριγμό, [[δηλαδή]] [[λεπτό]], ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο [[ήχος]] του πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ' ἐτετρίγει», Βάβρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίζω]] τα δόντια σε κάποιον» — [[μιλώ]] σε κάποιον αυστηρά και απειλητικά<br />β) «τρίζουν τα κόκαλα του» — λέγεται για πεθαμένο που, αν ζούσε, θα αγανακτούσε από τη [[διαγωγή]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[αντί]] να τρίζει τ' [[αμάξι]], τρίζει το [[μαξιλάρι]]» ή «[[αντί]] να τρίζει ο [[ζυγός]] τρίζει το [[αλέτρι]]» — λέγεται για κάποιον που έχει βλάψει και παραπονιέται ή έχει αξιώσεις, [[αντί]] να παραπονιέται [[εκείνος]] που έχει πάθει τη [[ζημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για μικρά πτηνά ή και άλλα ζώα) [[εκβάλλω]] [[οξεία]] [[κραυγή]], [[τσιρίζω]] (α. «[[ὥσπερ]] τὴν [[χελιδόνα]] προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῑ τρίζειν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] από την [[φωνή]] τών πουλιών (<b>πρβλ.</b> και [[τρύζω]] / [[στρύζω]]) και συνδέεται με τα <i>στρί</i>(<i>γ</i>)<i>ξ</i> «[[κουκουβάγια]]» και λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]», τ. που εμφανίζουν όμως αρκτικό /<i>s</i>/]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[παράγω]] τριγμό, [[δηλαδή]] [[λεπτό]], ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο [[ήχος]] του πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ' ἐτετρίγει», Βάβρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίζω]] τα δόντια σε κάποιον» — [[μιλώ]] σε κάποιον αυστηρά και απειλητικά<br />β) «τρίζουν τα κόκαλα του» — λέγεται για πεθαμένο που, αν ζούσε, θα αγανακτούσε από τη [[διαγωγή]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[αντί]] να τρίζει τ' [[αμάξι]], τρίζει το [[μαξιλάρι]]» ή «[[αντί]] να τρίζει ο [[ζυγός]] τρίζει το [[αλέτρι]]» — λέγεται για κάποιον που έχει βλάψει και παραπονιέται ή έχει αξιώσεις, [[αντί]] να παραπονιέται [[εκείνος]] που έχει πάθει τη [[ζημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για μικρά πτηνά ή και άλλα ζώα) [[εκβάλλω]] [[οξεία]] [[κραυγή]], [[τσιρίζω]] (α. «[[ὥσπερ]] τὴν [[χελιδόνα]] προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῑ τρίζειν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] από την [[φωνή]] τών πουλιών (<b>πρβλ.</b> και [[τρύζω]] / [[στρύζω]]) και συνδέεται με τα <i>στρί</i>(<i>γ</i>)<i>ξ</i> «[[κουκουβάγια]]» και λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]», τ. που εμφανίζουν όμως αρκτικό /<i>s</i>/]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίζω:''' (√<i>ΤΡΙΓ</i>), παρακ. <i>τέτρῑγα</i> (συνηθέστερο με [[σημασία]] ενεστ.), Επικ. μτχ. [[τετριγῶτες]], αντί <i>τετριγότες</i>· λέγεται για ήχους που βγάζουν τα ζώα, [[τσιρίζω]], [[ουρλιάζω]], λέγεται για μικρά πτηνά ή νεοσσούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για νυκτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φαντάσματα (δηλ. το θόρυβο που κάνουν οι ψυχές των πεθαμένων), τα οποία —στον Σαίξπηρ— «τσιρίζουν και μιλούν ασυνάρτητα», σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους ήχους, νῶτα [[τετρίγει]] (Επικ. υπερσ.) έτριξαν τα [[νώτα]] του [[παλαιστή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, [[τρίζω]] τα δόντια, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για [[χορδή]] μουσικού οργάνου, [[αντηχώ]] [[δυνατά]], [[βγάζω]] οξύ ήχο, σε Ανθ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |