Anonymous

τρῦσις: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_9)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῦσις''': ἡ, ([[τρύω]]) τὸ κατατρύχεσθαι, [[καταπόνησις]], [[ἐξάντλησις]], [[κακοπάθεια]], «[[τρῦσις]]· [[νόσος]], [[πόνος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῦσις''': ἡ, ([[τρύω]]) τὸ κατατρύχεσθαι, [[καταπόνησις]], [[ἐξάντλησις]], [[κακοπάθεια]], «[[τρῦσις]]· [[νόσος]], [[πόνος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[τρύω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[καταπόνηση]], [[ταλαιπωρία]] ή [[αρρώστια]].
}}
}}