3,277,636
edits
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]]. | |btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[τριπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[τρία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το [[έλλειμμα]] του προϋπολογισμού» β. «[[Ζεὺς]]... τὴν μίαν τριπλασιάσας [[νύκτα]]», <b>Απολλόδ.</b>). | |||
}} | }} |