Anonymous

τριπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τριπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[τρία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το [[έλλειμμα]] του προϋπολογισμού» β. «[[Ζεὺς]]... τὴν μίαν τριπλασιάσας [[νύκτα]]», <b>Απολλόδ.</b>).
}}
}}