Anonymous

τριπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐπλᾰσιάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - [[ἐντεῦθεν]] τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.
|lstext='''τρῐπλᾰσιάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - [[ἐντεῦθεν]] τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.
}}
{{bailly
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
}}
}}