ὑδερικός: Difference between revisions

42
(6_10)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
}}
}}