Anonymous

ὑάλεος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑάλεος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὕαλος]]) = [[ὑάλινος]], ὁ ἐξ ὑάλου, [[κύλιξ]] Ἀνθ. Π. 6. 33· [[ὄψις]], ὡς [[ὕαλος]], λαμπρά, [[αὐτός]], 12, 249· - συνῃρ. [[ὑαλοῦς]], ῆ, οῦν, [[ὑάλινος]], «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· [[ὡσαύτως]] ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. [[ὕαλος]].
|lstext='''ὑάλεος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὕαλος]]) = [[ὑάλινος]], ὁ ἐξ ὑάλου, [[κύλιξ]] Ἀνθ. Π. 6. 33· [[ὄψις]], ὡς [[ὕαλος]], λαμπρά, [[αὐτός]], 12, 249· - συνῃρ. [[ὑαλοῦς]], ῆ, οῦν, [[ὑάλινος]], «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· [[ὡσαύτως]] ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. [[ὕαλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ὑαλοῡς</i>.
}}
}}