Anonymous

ὑάλεος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ὑαλοῡς</i>.
|mltxt=-έα, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ὑαλοῡς</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑάλεος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὕαλος]]), = [[ὑάλινος]], αυτός που είναι φτιαγμένος από [[γυαλί]], σε Ανθ.· συνηρ. [[ὑαλοῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, [[γυάλινος]], σε Στράβ., Λουκ.
}}
}}