Anonymous

ὑπόλημμα: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]].
}}
}}