Anonymous

ὑπόλημμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόλημμα''': τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, [[εἴτε]] ἐν διανοίᾳ [[εἴτε]] ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.
|lstext='''ὑπόλημμα''': τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, [[εἴτε]] ἐν διανοίᾳ [[εἴτε]] ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
}}
}}