Anonymous

ὑπόσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόσπονδος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποδίδωμι]] [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — [[δίνω]] [ή [[μεταφέρω]]] τους νεκρούς για ενταφιασμό [[μετά]] από [[ανακωχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σπονδος</i>].
}}
}}