Anonymous

ὑπόσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσπονδος''': ον (σπονδὴ) ὁ ὑπὸ σπονδὰς διατελῶν, ἐξησφαλισμένος διὰ σπονδῶν ἢ συνθηκῶν, ὑπόσπονδοι... ἔφασαν [[εἶναι]] ἑτοῖμοι... ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς νήσου Ἡρόδ. 3. 144· ὑπ. ἐξέρχονται τῆς χώρης ὁ αὐτ. 5. 72, πρβλ. 5. 126· κατελθεῖν ἐπὶ τὰ [[ἑωυτοῦ]] ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 103· ὑπ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 18, πρβλ. 2. 2, 1· ― [[μάλιστα]] ἐν φράσεσι δηλούσαις τὸ διδόναι τοὺς νεκροὺς ἢ κομίζεσθαι αὐτοὺς ἐκ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑπ. ἀποδιδόναι Θουκ. 1. 63., 6. 103, Ξενοφ.· τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, αἰτεῖν, ἀπάγεσθαι, ἀπολαμβάνειν Ἡρόδ. 2. 79., 4. 44, Ξεν., κλπ.· τὴν Ταυρικὴν ὑπ. λαβὼν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2132e.
|lstext='''ὑπόσπονδος''': ον (σπονδὴ) ὁ ὑπὸ σπονδὰς διατελῶν, ἐξησφαλισμένος διὰ σπονδῶν ἢ συνθηκῶν, ὑπόσπονδοι... ἔφασαν [[εἶναι]] ἑτοῖμοι... ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς νήσου Ἡρόδ. 3. 144· ὑπ. ἐξέρχονται τῆς χώρης ὁ αὐτ. 5. 72, πρβλ. 5. 126· κατελθεῖν ἐπὶ τὰ [[ἑωυτοῦ]] ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 103· ὑπ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 18, πρβλ. 2. 2, 1· ― [[μάλιστα]] ἐν φράσεσι δηλούσαις τὸ διδόναι τοὺς νεκροὺς ἢ κομίζεσθαι αὐτοὺς ἐκ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑπ. ἀποδιδόναι Θουκ. 1. 63., 6. 103, Ξενοφ.· τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, αἰτεῖν, ἀπάγεσθαι, ἀπολαμβάνειν Ἡρόδ. 2. 79., 4. 44, Ξεν., κλπ.· τὴν Ταυρικὴν ὑπ. λαβὼν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2132e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]].
}}
}}