Anonymous

ὑποχαροπός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />légèrement azuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
|btext=ός, όν :<br />légèrement azuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α<br />ο λίγο [[γλαυκός]], [[γαλανός]] («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», <b>Ξεν.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαροπός]] / [[χάροψ]] «[[γλαυκός]]»].
}}
}}