ὑποχαροπός
From LSJ
English (LSJ)
ὑποχαροπόν, rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.
German (Pape)
ein wenig χαροπός, Xen. Cyn. 5.23.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.
Greek Monolingual
-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].
-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.
Greek Monotonic
ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.