Anonymous

φείδων: Difference between revisions

From LSJ
1,162 bytes added ,  29 September 2017
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] λαδερού με στενό λαιμό [[έτσι]] ώστε να εκρέει μικρή [[ποσότητα]] λαδιού<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φείδων</i><br />α) [[βασιλιάς]] του Άργους, που [[πρώτος]] καθόρισε τα [[μέτρα]] και τα [[σταθμά]] και ίδρυσε το πρώτο [[νομισματοκοπείο]] της αρχαίας Ελλάδας στην Αίγινα<br />β) (στην [[κωμωδία]]) [[προσωνυμία]] φιλάργυρου γέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνάθ</i>-<i>ων</i>, <i>τρίβ</i>-<i>ων</i>). Ο τ. χρησιμοποιείται ως ονομ. ενός δοχείου για [[αποταμίευση]] λαδιού, [[αλλά]] και ως [[προσωνυμία]] ενός φιλάργυρου γέρου στην [[κωμωδία]]].
}}
}}