3,270,824
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui consume <i>ou</i> fait périr les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]], [[βροτός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui consume <i>ou</i> fait périr les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]], [[βροτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και φθισίβροτος, -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>βροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]»). Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθεισί</i>-<i>μβροτος</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>-κ.λπ.]. | |||
}} | }} |