3,277,121
edits
(SL_2) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[φορά]] <br /> <b>1</b> [[motion]] [[στῆναι]] μὲν οὐ [[θέμις]] οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358. | |sltr=[[φορά]] <br /> <b>1</b> [[motion]] [[στῆναι]] μὲν οὐ [[θέμις]] οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α<br /><b>1.</b> η [[κατεύθυνση]] κινούμενου πράγματος, η [[διεύθυνση]] της κίνησης του (α. «η [[φορά]] του ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ορμή]], [[φόρα]] (α. «επέπεσε με [[μεγάλη]] [[φορά]]» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με χρον. σημ.) [[σημείο]] ή [[περίοδος]], [[περίπτωση]] ή [[κατάσταση]] (α. «μια [[φορά]] τον είδε μόνο και τον συμπάθησε» β. «γίνεται πρώτῃ φορᾷ [[πτῶσις]] τοῡ στρατοῡ», Θεοφάν.<br />γ. «[[πέντε]] ἢ ἓξ φορὰς τὸν μῆνα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προπαρασκευαστική [[κίνηση]] για [[ρίψη]] ή [[άλμα]], [[φόρα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους δίπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άλλη]] [[φορά]]» — [[άλλοτε]], σε [[άλλη]] ώρα ή σε [[άλλη]] [[περίσταση]] ή [[ευκαιρία]]<br />β) «αυτή τη [[φορά]]» — σε αυτήν την [[περίσταση]]<br />γ) «[[κάθε]] [[φορά]]» — σε [[κάθε]] [[περίπτωση]], [[εκάστοτε]], [[οσάκις]]<br />δ) «μια [[φορά]] κι έναν καιρό»<br />(ως εναρκτήρια φρ. στα παραμύθια) σε κάποια περασμένη [[εποχή]], [[κάποτε]]<br />ε) «άντρας μια [[φορά]]»<br /><b>μτφ.</b> [[άξιος]] να ονομάζεται άντρας, [[γενναίος]] και [[έντιμος]]<br />στ) «[[φορά]] σου και [[φορά]] μου»<br />(ως [[απειλή]]) θα έλθει και για μένα η ώρα που θα σού ανταποδώσω το [[κακό]] που μού 'κάνες<br />ζ) «η [[φορά]] τών πραγμάτων» — η [[εξέλιξη]] της κατάστασης<br />η) «[[φορά]] διανύσματος»<br /><b>μαθημ.</b> η [[κατεύθυνση]] από την [[αρχή]] [[προς]] το [[πέρας]] ενός διανύσματος, που παριστάνεται με ένα [[βέλος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά και για ζώα) [[καρποφορία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φορά]] εργάτου<br />α) [[φορτίο]] [[εργάτη]]<br />β) <b>πιθ.</b> [[πληρωμή]] [[εργάτη]] για [[μεταφορά]] φορτίου που έκανε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφορά]] προσώπου ή [[μετατόπιση]] αντικειμένου (α. «φορᾱς... [[φθόνησις]] οὐ γενήσεται», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἡ... φορὰ [[καθάπερ]] πεττῶν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «εἰ δ' ἦν παρ' [[ὄμμα]] [[θάνατος]] ἐν ψήφου φορᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]] χρηματικών οφειλών ή [[καταβολή]] δασμών, φόρων<br /><b>3.</b> [[παροχή]] αμοιβής για τη [[μεταφορά]] φορτίου, [[κόμιστρο]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ([[κυρίως]] για ουράνια σώματα) [[κίνηση]], [[περιφορά]] («περὶ τὴν τῶν ἄστρων φορὰν καὶ ἡλίου καὶ σελήνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (κυριολ. και μτφ.) (για άψυχα) ορμητική [[κίνηση]] (α. «φορὰ κυμάτων», Φίλ.<br />β. «φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν» — η βία τών περιστάσεων, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> το [[διάστημα]] που διανύει κινούμενο [[σώμα]] («τοῦ... παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος», Αντιφ.)<br /><b>7.</b> η [[δυναμική]] [[επίδραση]] διαφόρων πραγμάτων (α. «ἡ τοῦ οἴνου [[[ὑγρότης]]] φορὰν ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b><br />β. [για τους αστέρες] «φορᾱς σωματικῆς εἰς ἡμᾱς γιγνομένης», Πλωτ.)<br /><b>8.</b> η [[αλλαγή]] τών μουσικών φθόγγων [[κατά]] ανιούσα ή [[κατά]] κατιούσα [[κλίμακα]]<br /><b>9.</b> παλιρροϊκό [[φαινόμενο]] και [[ιδίως]] η άμπωτη<br /><b>10.</b> αυτό που μεταφέρεται<br /><b>11.</b> το [[φορτίο]] που μπορεί να σηκώσει [[κανείς]] με μία [[κίνηση]] («καὶ μίαν μὲν οὕτω φορὰν ἐνεγκεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εισφορά]] χρημάτων ή αντικειμένων (α. «τῶν χρημάτων ἡ [[φορά]]», <b>Θουκ.</b><br />β. «οἴνου φορὴ ἐς τἀ ψυκτήρια», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[σοδειά]], [[ιδίως]] πλούσια («ἐλαιῶν φοράν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>14.</b> (αττ. δίκ.) το χρηματικό [[ποσό]] που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει [[μηνιαίως]] [[καθένας]] από του ερανιστές και το οποίο προοριζόταν για [[αλληλοβοήθεια]] τών μελών και για [[κάλυψη]] της δαπάνης τών [[κοινών]] δείπνων<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο [[πλήθος]], [[πληθώρα]] («φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]]. | |||
}} | }} |