3,277,636
edits
(6_3) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμωνοτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34. | |lstext='''χειμωνοτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει [[κάτι]] με [[σφοδρότητα]] («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[τύπος]]. | |||
}} | }} |