Anonymous

χειμωνοτύπος: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμωνοτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34.
|lstext='''χειμωνοτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει [[κάτι]] με [[σφοδρότητα]] («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[τύπος]].
}}
}}