χειμωνοτύπος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ον, buffeting stormily, λαῖλαψ A.Supp.34 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1343] mit Sturmwind schlagend, peitschend, λαῖλαψ Aesch. Suppl. 35.
Russian (Dvoretsky)
χειμωνοτύπος: (ῠ) налетающий бурей, бушующий (λαῖλαψ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
χειμωνοτύπος: [ῡ], -ον, ὁ διὰ τρικυμίας τύπτων, προσβάλλων· μαστίζων, λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 34.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει κάτι με σφοδρότητα («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, -ῶνος + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκοτύπος.