3,274,919
edits
(7) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b> | |mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b>πρβλ.</b> νεολατιν. <i>aphtha</i>)]. | ||
}} | }} |