Anonymous

έπω: Difference between revisions

From LSJ
11 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἕπω (Α)<br />[[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sep</i> «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sapati</i> «[[περιποιούμαι]], [[αποδίδω]] σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. <i>sepel</i> -<i>io</i> «[[θάβω]]». Συγγενείς πιθ. οι τ. <i>δί</i>-<i>οπος</i> «[[κυβερνήτης]] πλοίου» και <i>όπ</i>-<i>λον</i>, με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[καθώς]] και <i>επ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i> με [[παρέκταση]] -<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εδ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i>) και [[ψίλωση]]. Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] του <i>έπω</i> με το [[έπομαι]], η οποία κατέληξε στην [[εξαφάνιση]] του πρώτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <i>αμφ</i>(<i>ι</i>)<i>έπω</i>, [[διέπω]], [[εφέπω]], [[μεθέπω]].———————— <b>(II)</b><br />ἕπω (Α)<br />(μόνο στη [[μέση]] [[φωνή]]) [[έπομαι]].———————— <b>(III)</b><br />ἕπω (Α)<br />αποκαλῶ, [[ονομάζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἕπω (Α)<br />[[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sep</i> «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sapati</i> «[[περιποιούμαι]], [[αποδίδω]] σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. <i>sepel</i> -<i>io</i> «[[θάβω]]». Συγγενείς πιθ. οι τ. <i>δί</i>-<i>οπος</i> «[[κυβερνήτης]] πλοίου» και <i>όπ</i>-<i>λον</i>, με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[καθώς]] και <i>επ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i> με [[παρέκταση]] -<i>η</i>- (πρβλ. <i>εδ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i>) και [[ψίλωση]]. Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] του <i>έπω</i> με το [[έπομαι]], η οποία κατέληξε στην [[εξαφάνιση]] του πρώτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <i>αμφ</i>(<i>ι</i>)<i>έπω</i>, [[διέπω]], [[εφέπω]], [[μεθέπω]].———————— <b>(II)</b><br />ἕπω (Α)<br />(μόνο στη [[μέση]] [[φωνή]]) [[έπομαι]].———————— <b>(III)</b><br />ἕπω (Α)<br />αποκαλῶ, [[ονομάζω]].
}}
}}