Anonymous

ίουλος: Difference between revisions

From LSJ
11 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (πρβλ. [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
}}
}}