3,277,121
edits
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀβάσκαντος]], -ον) [[βασκαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει<br />(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) <i>το αβάσκαντο</i><br />το [[φυλαχτό]] που εμποδίζει τη [[βασκανία]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀβάσκαντος]], -ον) [[βασκαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει<br />(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) <i>το αβάσκαντο</i><br />το [[φυλαχτό]] που εμποδίζει τη [[βασκανία]] (πρβλ. αρχ. [[φυλακτήριον]], <i>περίαπτον</i>). | ||
}} | }} |