Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αθύρω: Difference between revisions

From LSJ
11 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀθύρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παίζω]], [[διασκεδάζω]]<br /><b>2.</b> [[αστειεύομαι]], [[παίζω]]<br /><b>3.</b> [[παίζω]] κάποιο όργανο<br /><b>4.</b> [[ψάλλω]], [[τραγουδώ]], [[υμνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhwer</i><br />που σήμαινε «[[ορμώ]], [[περιδινώ]]». Το ελλην. <i>ἀθῡρω</i> σχηματίζεται από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>dhur</i>-), με προθεματικό <i>ἀ</i>- (<i>ņ</i>), που αποτελεί [[επίσης]] μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] του ΙΕ <i>en</i> «ἐν» και [[επίθημα]] <i>–y</i><i>ō</i>. Ήτοι: <i>ņ</i>-<i>dhur</i>-<i>yo</i> &GT; <i>ἀ</i>-<i>θῦρ</i>-<i>yω</i> &GT; <i>ἀθῦρω</i>, με [[αντέκταση]] του <i>ῦ</i> σε <i>ῡ</i> Η αρχική σημ. της λ., σύμφωνα με την [[ετυμολογία]] αυτή, θα ήταν «[[ενορμώ]], [[στριφογυρίζω]]», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «[[παίζω]], ψυχαγωγούμαι» (<b>[[πρβλ]].</b> και την παράλληλη [[εξέλιξη]] του ρ. [[διασκεδάζω]] στην Ελληνική από την αρχική σημ. του «[[σκορπίζω]]» στη σημ. του «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε [[ακόμη]] πως τα [[σύνθετα]] <i>αθυρόγλωσσος</i>, [[αθυρόστομος]] δεν συνδέονται ετυμολογικά [[προς]] το <i>ἀθῦρω</i>, [[αλλά]] [[προς]] το [[ἄθυρος]] (<i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]]) «ο [[χωρίς]] [[θύρα]], [[χωρίς]] φραγμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄθυρμα]], <b>αρχ.</b> [[ἄθυρσις]], [[ἀθυρεύεσθαι]].
|mltxt=[[ἀθύρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παίζω]], [[διασκεδάζω]]<br /><b>2.</b> [[αστειεύομαι]], [[παίζω]]<br /><b>3.</b> [[παίζω]] κάποιο όργανο<br /><b>4.</b> [[ψάλλω]], [[τραγουδώ]], [[υμνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhwer</i><br />που σήμαινε «[[ορμώ]], [[περιδινώ]]». Το ελλην. <i>ἀθῡρω</i> σχηματίζεται από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>dhur</i>-), με προθεματικό <i>ἀ</i>- (<i>ņ</i>), που αποτελεί [[επίσης]] μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] του ΙΕ <i>en</i> «ἐν» και [[επίθημα]] <i>–y</i><i>ō</i>. Ήτοι: <i>ņ</i>-<i>dhur</i>-<i>yo</i> &GT; <i>ἀ</i>-<i>θῦρ</i>-<i>yω</i> &GT; <i>ἀθῦρω</i>, με [[αντέκταση]] του <i>ῦ</i> σε <i>ῡ</i> Η αρχική σημ. της λ., σύμφωνα με την [[ετυμολογία]] αυτή, θα ήταν «[[ενορμώ]], [[στριφογυρίζω]]», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «[[παίζω]], ψυχαγωγούμαι» (πρβλ. και την παράλληλη [[εξέλιξη]] του ρ. [[διασκεδάζω]] στην Ελληνική από την αρχική σημ. του «[[σκορπίζω]]» στη σημ. του «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε [[ακόμη]] πως τα [[σύνθετα]] <i>αθυρόγλωσσος</i>, [[αθυρόστομος]] δεν συνδέονται ετυμολογικά [[προς]] το <i>ἀθῦρω</i>, [[αλλά]] [[προς]] το [[ἄθυρος]] (<i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]]) «ο [[χωρίς]] [[θύρα]], [[χωρίς]] φραγμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄθυρμα]], <b>αρχ.</b> [[ἄθυρσις]], [[ἀθυρεύεσθαι]].
}}
}}