Anonymous

ακούω: Difference between revisions

From LSJ
44 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκούω]]) (νεοελλ. και ακούγω)<br /><b>1.</b> έχω την [[αίσθηση]] της ακοής, [[αντιλαμβάνομαι]] με το [[αισθητήριο]] της ακοής<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] με το [[αφτί]], φθάνει στα αφτιά μου [[κάποιος]] [[ήχος]]<br /><b>3.</b> πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] άμεσα ή έμμεσα, [[γνωρίζω]], «φθάνει [[κάτι]] στ’ αφτιά μου»<br /><b>4.</b> [[υπακούω]], πείθομαι<br /><b>5.</b> [[ακούω]] την [[παράκληση]] κάποιου με [[προσοχή]], [[εισακούω]]<br /><b>6.</b> (για λόγους, αγορεύσεις ή στα μσν. και νεοελλ. για εκκλησιαστικές ακολουθίες) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]], [[μετέχω]] νοητικά<br /><b>7.</b> [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω [[ακουστά]]<br /><b>8.</b> αφουγκράζομαι, «[[στήνω]] [[αφτί]]»<br /><b>9.</b> [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]] αυτό που [[ακούω]]<br /><b>10.</b> [[γίνομαι]] [[αισθητός]] με την [[ακοή]], [[διεγείρω]] το [[αισθητήριο]] της ακοής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το παθ. στο γ΄ πρόσ. εν. ως απρόσ.) <i>ακούεται</i> (νεοελλ. και <i>ακούγεται</i>), διαδίδεται, γίνεται γνωστό, αναφέρεται ότι...<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλη]] του σώματος και συνήθ. με άρν.) [[αρνούμαι]] να υπακούσω, να ακολουθήσω, να συντονιστώ με τις απαιτήσεις του οργανισμού<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] [[κάτι]] με τα αισθητήρια του σώματος και ειδικότ. [[οσφραίνομαι]], μυρίζομαι<br />||. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> επιβάλλομαι, [[γίνομαι]] [[γνωστός]], [[αποκτώ]] [[φήμη]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[αποκτώ]] [[φήμη]] ανήθικης γυναίκας, «μού βγαίνει το όνομα»<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στην [[επικαιρότητα]], σχολιάζομαι, αναφέρομαι<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]], [[αναφαίνομαι]]<br /><b>5.</b> εισακούομαι<br /><b>6.</b> (για οσμές) [[γίνομαι]] [[αισθητός]]<br /><b>7.</b> (σε διάφορες χαρακτηριστικές φράσεις) «ακούς [[εκεί]]!», επιφωνημ. φρ. που εκφράζει [[έκπληξη]], [[διαμαρτυρία]] ή [[αγανάκτηση]]<br />«[[ακούω]] [[κάτι]] βερεσέ», [[ακούω]] άδικα, [[μάταια]], [[χωρίς]] να πείθομαι ή να συμμορφώνομαι σε ό,τι μού λένε<br />«άκου να [[δεις]]!» (και «άκου ν’ ακούσεις») ως [[προτροπή]] ή επιφών. έκπληξης<br />«[[ακούω]] στο όνομα», ονομάζομαι, έχω το όνομα...<br />«για άκου!» (ως [[απειλή]]), πρόσεξε καλά, «τον νου σου!» «τί ακούς», τί νέα; τί μαθαίνεις; || (μσν. -αρχ.) (μσν. και το παθ.) ονομάζομαι, καλούμαι (ως παθ. του [[λέγω]])<br /><b>μσν.</b><br />[[θεωρώ]] ως, [[εκλαμβάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μαθητής]] κάποιου<br /><b>2.</b> έχω τη [[φήμη]], αναφέρεται, διαδίδεται για μένα [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ. «[[ἀκούω]] εὖ (ή κακῶς ή [[κακά]]) ὑπό τινος (ἠ [[πρός]] τινος)», μέ επαινεί (ή μέ κακολογεί) [[κάποιος]]<br />«[[ἀκούω]] [[καλῶς]] (ή κακῶς)», έχω καλή (ή κακή) [[φήμη]], «μού βγαίνει τ’ όνομα»<br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκούοντες</i><br />οι αναγνώστες ενός βιβλίου<br />«[[οὕτως]] [[ἀκούω]]», [[ακούω]] πως αναφέρεται [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, δηλ. τέτοια [[είναι]] η πρώτη [[εντύπωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκούω]], [[καθώς]] και ο [[νεώτερος]] ρηματ. τ. <i>ἀκροῶμαι</i>, υποκατέστησαν στην αρχ. Ελληνική τους παλαιότερους τ. [[κλύω]] και <i>ἀίω</i>. Το ρ. [[ἀκούω]] ανήκει στις λέξεις εκείνες της Ελληνικής που χρησιμοποιούνται ακατάπαυστα από τα ομηρικά έπη [[μέχρι]] τη σύγχρονη Ελληνική. Αρχική [[μορφή]] του ενεστωτ. θέματος θεωρείται ο τ. <i>ἀκούσ</i>-<i>yω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἤκουσμαι</i>, <i>ἠκούσθην</i>), ενώ ο τ. <i>ἀκήκοα</i> του Παρακειμένου ανάγεται σε τ. <i>ἀκᾱκοFα</i>. Δύο [[είναι]] οι κρατούσες απόψεις σχετικά με την [[ερμηνεία]] του [[ἀκούω]] και τών ομορρίζων του. Κατά τη μία [[άποψη]], ο [[αρχικός]] τ. <i>ἀκούσ</i>-<i>yω</i> προέρχεται από τ. <i>ακ</i>-<i>oυσ</i>-<i>yω</i>, [[είναι]] δηλ. [[σύνθετος]] από τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- (ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]]» <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀκμή]], [[ἄκρος]], [[ἄκων]] <b>κ.λπ.</b>) και το ουσ. <i>οὖς</i> «[[αφτί]]», σημαίνοντας αρχικά «έχω οξύ το [[αφτί]], [[τεντώνω]] τ’ αφτιά ν’ ακούσω». Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται από το [[γεγονός]] ότι και το ρ. <i>ἀκροῶμαι</i> σχηματίζεται με ανάλογο τρόπο, αφήνει όμως ουσιαστικά ανερμήνευτη την [[προέλευση]] του ομορρίζου ρ. [[ἀκεύει]] (τηρεί, στον Ησύχιο). Έτσι φαίνεται προτιμότερη η β΄ [[ερμηνεία]] του [[ἀκούω]] από τ. <i>ἀ</i>-<i>κού</i>-<i>yω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>haus</i>-<i>jan</i> «[[ακούω]]»), όπου το <i>ἀ</i>- θεωρείται προθεματικό ή αθροιστικό [[στοιχείο]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>sm</i>-) ή, κατ’ άλλους, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του IE <i>en</i>- «[[εντός]], [[μέσα]]», ενώ το -<i>s</i>- του θέματος εκλαμβάνεται ως [[μόρφημα]] σχηματιστικό τών εφετικών ρημάτων. Άρα, τόσο το ρ. [[ἀκούω]] όσο και το γοτθ. <i>haus</i>-<i>jan</i> [[είναι]] ρήματα εφετικό. Κατά τη β΄ αυτή [[άποψη]], που θεωρείται και η επικρατέστερη [[σήμερα]], το [[ἀκούω]] συνδέεται άμεσα με το ρ. [[ἀκεύω]] του Ησυχίου, [[καθώς]] και με το δωρ. [[κοάω]] «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» (χωρις προθεματικό <i>ἀ</i>-). Η [[ετυμολογία]] του [[ἀκούω]] [[κατά]] τη β΄ [[άποψη]] συνδέει το ρ. με την ΙΕ ρ. <i>kew</i>- (και <i>skew</i>-) «[[παρατηρώ]], [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου», απ’ όπου [[μετά]] «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]». Έτσι ερμηνεύεται απευθείας από τη ρ. <i>kew</i>- ο τ. του Ησυχίου <i>ἀ</i>-<i>κεύ</i>-<i>ω</i> ([[τηρώ]], με προθεματικό <i>ἀ</i>-), ο τ. [[κοέω]] (δωρ. [[κοάω]]) από <i>κοF</i>-<i>έω</i>, μετονοματικό ρ. από ουσ. <i>κόFος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαο</i>-<i>κόFων</i>) και το ρ. <i>α</i>-<i>κου</i>-<i>σ</i>-<i>yω</i>) (με προθεμ. [[φωνήεν]] <i>ἀ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας και εφετικό ρηματ. [[επίθημα]] -<i>s</i>-). Απο την [[ίδια]] ρ. <i>kew</i>- προέρχονται το αρχ. ινδ. <i>kav</i>-<i>is</i> «[[προνοητής]], [[σοφός]], [[ποιητής]]», τα λατ. <i>cav</i>-<i>eo</i> «[[προσέχω]], [[προνοώ]], [[φυλάγομαι]]», <i>cautus</i> «[[προνοητικός]], [[επιφυλακτικός]]», <i>cautio</i> «[[πρόνοια]], [[προφύλαξη]], [[επιφύλαξη]]» (απ’ όπου σε αντίστοιχα γαλλ. <i>caution</i> και <i>precaution</i>), το γοτθ. <i>hausjan</i> «[[ακούω]]», το αγγλ. <i>hear</i> «[[ακούω]]», το γερμ. <i>horen</i> «[[ακούω]]», το αγγλ. <i>show</i> «[[δείχνω]]» (από τον παράλληλο τ. <i>skew</i>- της ρ. <i>kew</i>-), τα γερμ. <i>schauen</i> «[[παρατηρώ]]» και <i>schon</i> «[[ωραίος]]» (αρχ. «με ωραία [[θωριά]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακοή]], [[άκουσμα]], [[ακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκουάζομαι]], [[ἄκουσις]], [[ἀκουστήριον]], [[ἀκουστής]], [[ἀκουτίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκουόντως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εισακούω]], [[διακούω]], [[παρακούω]], [[υπακούω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀντακούω]], [[ἐνακούω]], [[ἐξακούω]], [[ἐπακούω]], [[κατακούω]], [[προακούω]], [[προσακούω]], [[συνακούω]]<br />[[ἀνήκοος]], [[εὐήκοος]], [[ὀξυήκοος]], <i>πολυπήκοος</i>, [[συνήκοος]], [[φιλήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρακούω]], [[βαριακούω]], [[καλακούω]], [[καλοακούω]], [[κρυφακούω]], <i>ματακούω</i>, <i>μισακούω</i>, [[ξανακούω]], <i>πολυακούω</i>, <i>πρωτακούω</i>, [[στραβακούω]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
|mltxt=(Α [[ἀκούω]]) (νεοελλ. και ακούγω)<br /><b>1.</b> έχω την [[αίσθηση]] της ακοής, [[αντιλαμβάνομαι]] με το [[αισθητήριο]] της ακοής<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] με το [[αφτί]], φθάνει στα αφτιά μου [[κάποιος]] [[ήχος]]<br /><b>3.</b> πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] άμεσα ή έμμεσα, [[γνωρίζω]], «φθάνει [[κάτι]] στ’ αφτιά μου»<br /><b>4.</b> [[υπακούω]], πείθομαι<br /><b>5.</b> [[ακούω]] την [[παράκληση]] κάποιου με [[προσοχή]], [[εισακούω]]<br /><b>6.</b> (για λόγους, αγορεύσεις ή στα μσν. και νεοελλ. για εκκλησιαστικές ακολουθίες) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]], [[μετέχω]] νοητικά<br /><b>7.</b> [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω [[ακουστά]]<br /><b>8.</b> αφουγκράζομαι, «[[στήνω]] [[αφτί]]»<br /><b>9.</b> [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]] αυτό που [[ακούω]]<br /><b>10.</b> [[γίνομαι]] [[αισθητός]] με την [[ακοή]], [[διεγείρω]] το [[αισθητήριο]] της ακοής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το παθ. στο γ΄ πρόσ. εν. ως απρόσ.) <i>ακούεται</i> (νεοελλ. και <i>ακούγεται</i>), διαδίδεται, γίνεται γνωστό, αναφέρεται ότι...<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλη]] του σώματος και συνήθ. με άρν.) [[αρνούμαι]] να υπακούσω, να ακολουθήσω, να συντονιστώ με τις απαιτήσεις του οργανισμού<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] [[κάτι]] με τα αισθητήρια του σώματος και ειδικότ. [[οσφραίνομαι]], μυρίζομαι<br />||. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> επιβάλλομαι, [[γίνομαι]] [[γνωστός]], [[αποκτώ]] [[φήμη]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[αποκτώ]] [[φήμη]] ανήθικης γυναίκας, «μού βγαίνει το όνομα»<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στην [[επικαιρότητα]], σχολιάζομαι, αναφέρομαι<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]], [[αναφαίνομαι]]<br /><b>5.</b> εισακούομαι<br /><b>6.</b> (για οσμές) [[γίνομαι]] [[αισθητός]]<br /><b>7.</b> (σε διάφορες χαρακτηριστικές φράσεις) «ακούς [[εκεί]]!», επιφωνημ. φρ. που εκφράζει [[έκπληξη]], [[διαμαρτυρία]] ή [[αγανάκτηση]]<br />«[[ακούω]] [[κάτι]] βερεσέ», [[ακούω]] άδικα, [[μάταια]], [[χωρίς]] να πείθομαι ή να συμμορφώνομαι σε ό,τι μού λένε<br />«άκου να [[δεις]]!» (και «άκου ν’ ακούσεις») ως [[προτροπή]] ή επιφών. έκπληξης<br />«[[ακούω]] στο όνομα», ονομάζομαι, έχω το όνομα...<br />«για άκου!» (ως [[απειλή]]), πρόσεξε καλά, «τον νου σου!» «τί ακούς», τί νέα; τί μαθαίνεις; || (μσν. -αρχ.) (μσν. και το παθ.) ονομάζομαι, καλούμαι (ως παθ. του [[λέγω]])<br /><b>μσν.</b><br />[[θεωρώ]] ως, [[εκλαμβάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μαθητής]] κάποιου<br /><b>2.</b> έχω τη [[φήμη]], αναφέρεται, διαδίδεται για μένα [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ. «[[ἀκούω]] εὖ (ή κακῶς ή [[κακά]]) ὑπό τινος (ἠ [[πρός]] τινος)», μέ επαινεί (ή μέ κακολογεί) [[κάποιος]]<br />«[[ἀκούω]] [[καλῶς]] (ή κακῶς)», έχω καλή (ή κακή) [[φήμη]], «μού βγαίνει τ’ όνομα»<br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκούοντες</i><br />οι αναγνώστες ενός βιβλίου<br />«[[οὕτως]] [[ἀκούω]]», [[ακούω]] πως αναφέρεται [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, δηλ. τέτοια [[είναι]] η πρώτη [[εντύπωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκούω]], [[καθώς]] και ο [[νεώτερος]] ρηματ. τ. <i>ἀκροῶμαι</i>, υποκατέστησαν στην αρχ. Ελληνική τους παλαιότερους τ. [[κλύω]] και <i>ἀίω</i>. Το ρ. [[ἀκούω]] ανήκει στις λέξεις εκείνες της Ελληνικής που χρησιμοποιούνται ακατάπαυστα από τα ομηρικά έπη [[μέχρι]] τη σύγχρονη Ελληνική. Αρχική [[μορφή]] του ενεστωτ. θέματος θεωρείται ο τ. <i>ἀκούσ</i>-<i>yω</i> (πρβλ. <i>ἤκουσμαι</i>, <i>ἠκούσθην</i>), ενώ ο τ. <i>ἀκήκοα</i> του Παρακειμένου ανάγεται σε τ. <i>ἀκᾱκοFα</i>. Δύο [[είναι]] οι κρατούσες απόψεις σχετικά με την [[ερμηνεία]] του [[ἀκούω]] και τών ομορρίζων του. Κατά τη μία [[άποψη]], ο [[αρχικός]] τ. <i>ἀκούσ</i>-<i>yω</i> προέρχεται από τ. <i>ακ</i>-<i>oυσ</i>-<i>yω</i>, [[είναι]] δηλ. [[σύνθετος]] από τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- (ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]]» πρβλ. [[ἀκμή]], [[ἄκρος]], [[ἄκων]] <b>κ.λπ.</b>) και το ουσ. <i>οὖς</i> «[[αφτί]]», σημαίνοντας αρχικά «έχω οξύ το [[αφτί]], [[τεντώνω]] τ’ αφτιά ν’ ακούσω». Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται από το [[γεγονός]] ότι και το ρ. <i>ἀκροῶμαι</i> σχηματίζεται με ανάλογο τρόπο, αφήνει όμως ουσιαστικά ανερμήνευτη την [[προέλευση]] του ομορρίζου ρ. [[ἀκεύει]] (τηρεί, στον Ησύχιο). Έτσι φαίνεται προτιμότερη η β΄ [[ερμηνεία]] του [[ἀκούω]] από τ. <i>ἀ</i>-<i>κού</i>-<i>yω</i> (πρβλ. γοτθ. <i>haus</i>-<i>jan</i> «[[ακούω]]»), όπου το <i>ἀ</i>- θεωρείται προθεματικό ή αθροιστικό [[στοιχείο]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>sm</i>-) ή, κατ’ άλλους, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του IE <i>en</i>- «[[εντός]], [[μέσα]]», ενώ το -<i>s</i>- του θέματος εκλαμβάνεται ως [[μόρφημα]] σχηματιστικό τών εφετικών ρημάτων. Άρα, τόσο το ρ. [[ἀκούω]] όσο και το γοτθ. <i>haus</i>-<i>jan</i> [[είναι]] ρήματα εφετικό. Κατά τη β΄ αυτή [[άποψη]], που θεωρείται και η επικρατέστερη [[σήμερα]], το [[ἀκούω]] συνδέεται άμεσα με το ρ. [[ἀκεύω]] του Ησυχίου, [[καθώς]] και με το δωρ. [[κοάω]] «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]» (χωρις προθεματικό <i>ἀ</i>-). Η [[ετυμολογία]] του [[ἀκούω]] [[κατά]] τη β΄ [[άποψη]] συνδέει το ρ. με την ΙΕ ρ. <i>kew</i>- (και <i>skew</i>-) «[[παρατηρώ]], [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου», απ’ όπου [[μετά]] «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]». Έτσι ερμηνεύεται απευθείας από τη ρ. <i>kew</i>- ο τ. του Ησυχίου <i>ἀ</i>-<i>κεύ</i>-<i>ω</i> ([[τηρώ]], με προθεματικό <i>ἀ</i>-), ο τ. [[κοέω]] (δωρ. [[κοάω]]) από <i>κοF</i>-<i>έω</i>, μετονοματικό ρ. από ουσ. <i>κόFος</i> (πρβλ. <i>Λαο</i>-<i>κόFων</i>) και το ρ. <i>α</i>-<i>κου</i>-<i>σ</i>-<i>yω</i>) (με προθεμ. [[φωνήεν]] <i>ἀ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας και εφετικό ρηματ. [[επίθημα]] -<i>s</i>-). Απο την [[ίδια]] ρ. <i>kew</i>- προέρχονται το αρχ. ινδ. <i>kav</i>-<i>is</i> «[[προνοητής]], [[σοφός]], [[ποιητής]]», τα λατ. <i>cav</i>-<i>eo</i> «[[προσέχω]], [[προνοώ]], [[φυλάγομαι]]», <i>cautus</i> «[[προνοητικός]], [[επιφυλακτικός]]», <i>cautio</i> «[[πρόνοια]], [[προφύλαξη]], [[επιφύλαξη]]» (απ’ όπου σε αντίστοιχα γαλλ. <i>caution</i> και <i>precaution</i>), το γοτθ. <i>hausjan</i> «[[ακούω]]», το αγγλ. <i>hear</i> «[[ακούω]]», το γερμ. <i>horen</i> «[[ακούω]]», το αγγλ. <i>show</i> «[[δείχνω]]» (από τον παράλληλο τ. <i>skew</i>- της ρ. <i>kew</i>-), τα γερμ. <i>schauen</i> «[[παρατηρώ]]» και <i>schon</i> «[[ωραίος]]» (αρχ. «με ωραία [[θωριά]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακοή]], [[άκουσμα]], [[ακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκουάζομαι]], [[ἄκουσις]], [[ἀκουστήριον]], [[ἀκουστής]], [[ἀκουτίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκουόντως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εισακούω]], [[διακούω]], [[παρακούω]], [[υπακούω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀντακούω]], [[ἐνακούω]], [[ἐξακούω]], [[ἐπακούω]], [[κατακούω]], [[προακούω]], [[προσακούω]], [[συνακούω]]<br />[[ἀνήκοος]], [[εὐήκοος]], [[ὀξυήκοος]], <i>πολυπήκοος</i>, [[συνήκοος]], [[φιλήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρακούω]], [[βαριακούω]], [[καλακούω]], [[καλοακούω]], [[κρυφακούω]], <i>ματακούω</i>, <i>μισακούω</i>, [[ξανακούω]], <i>πολυακούω</i>, <i>πρωτακούω</i>, [[στραβακούω]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
}}
}}