Anonymous

ανοκωχή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοκωχή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[παύση]], [[ανάπαυλα]], [[διάλειμμα]]<br /><b>2.</b> πρόσκαιρη [[παύση]] του πολέμου, [[ανακωχή]]<br /><b>3.</b> [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οκωχή]] ([[αντί]] <i>οχή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>, με αναδιπλ.). Ο τ. [[ανοκωχή]] [[αντί]] [[ανοχή]], με αναδιπλ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όκωχα</i>, άχρ. πρκ. του <i>έχω</i>). Ο τ. [[ανακωχή]], που απαντά ήδη στην Αρχαία [[αντί]] του [[ανοκωχή]], προήλθε με (εξακολουθητική) [[αφομοίωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>α</i>-].
|mltxt=[[ἀνοκωχή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[παύση]], [[ανάπαυλα]], [[διάλειμμα]]<br /><b>2.</b> πρόσκαιρη [[παύση]] του πολέμου, [[ανακωχή]]<br /><b>3.</b> [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οκωχή]] ([[αντί]] <i>οχή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>, με αναδιπλ.). Ο τ. [[ανοκωχή]] [[αντί]] [[ανοχή]], με αναδιπλ. (πρβλ. <i>όκωχα</i>, άχρ. πρκ. του <i>έχω</i>). Ο τ. [[ανακωχή]], που απαντά ήδη στην Αρχαία [[αντί]] του [[ανοκωχή]], προήλθε με (εξακολουθητική) [[αφομοίωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>α</i>-].
}}
}}