Anonymous

ασάμινθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.].
|mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων (πρβλ. [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά (πρβλ. [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.].
}}
}}