Anonymous

ἀγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
2
(ab2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[ἀγγέλλω]] ([[ἄγγελος]]), [in LXX for נגד hi.;] <br />to [[announce]], [[report]]: Jo 4:51 (WHR [[omit]]), 20:18 (MM, VGT, s.v.). †
|astxt=[[ἀγγέλλω]] ([[ἄγγελος]]), [in LXX for נגד hi.;] <br />to [[announce]], [[report]]: Jo 4:51 (WHR [[omit]]), 20:18 (MM, VGT, s.v.). †
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγγέλλω:''' ([[ἄγγελος]])· Επικ. και Ιων. μέλ. <i>ἀγγελέω</i>, Αττ. <i>ἀγγελῶ</i>· αόρ. αʹ [[ἤγγειλα]], παρακ. [[ἤγγελκα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἠγγειλάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ἀγγελθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠγγέλθην]], παρακ. [[ἤγγελμαι]], Παθ. αόρ. βʹ <i>ἠγγέλην</i>· απαντά μονάχα στους μεταγεν. συγγραφείς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] [[μήνυμα]]· <i>τινί</i>, σε κάποιο [[πρόσωπο]], σε Όμηρ.· με αιτ. και απαρ., [[αναγγέλλω]], [[διακηρύττω]] ότι..., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακοινώνω]], [[αναφέρω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[φέρνω]] [[νέα]], ειδήσεις για..., σε Ομήρ. Οδ.· [[περί]] τινος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., αυτοαναγγέλλομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., αναφέρομαι ως..., στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὰ ἠγγελμένα</i>, αναφορές, ειδήσεις, σε Θουκ.
}}
}}