Anonymous

ἀγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγγέλλω:''' ([[ἄγγελος]])· Επικ. και Ιων. μέλ. <i>ἀγγελέω</i>, Αττ. <i>ἀγγελῶ</i>· αόρ. αʹ [[ἤγγειλα]], παρακ. [[ἤγγελκα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἠγγειλάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ἀγγελθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠγγέλθην]], παρακ. [[ἤγγελμαι]], Παθ. αόρ. βʹ <i>ἠγγέλην</i>· απαντά μονάχα στους μεταγεν. συγγραφείς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] [[μήνυμα]]· <i>τινί</i>, σε κάποιο [[πρόσωπο]], σε Όμηρ.· με αιτ. και απαρ., [[αναγγέλλω]], [[διακηρύττω]] ότι..., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακοινώνω]], [[αναφέρω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[φέρνω]] [[νέα]], ειδήσεις για..., σε Ομήρ. Οδ.· [[περί]] τινος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., αυτοαναγγέλλομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., αναφέρομαι ως..., στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὰ ἠγγελμένα</i>, αναφορές, ειδήσεις, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀγγέλλω:''' ([[ἄγγελος]])· Επικ. και Ιων. μέλ. <i>ἀγγελέω</i>, Αττ. <i>ἀγγελῶ</i>· αόρ. αʹ [[ἤγγειλα]], παρακ. [[ἤγγελκα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἠγγειλάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ἀγγελθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠγγέλθην]], παρακ. [[ἤγγελμαι]], Παθ. αόρ. βʹ <i>ἠγγέλην</i>· απαντά μονάχα στους μεταγεν. συγγραφείς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] [[μήνυμα]]· <i>τινί</i>, σε κάποιο [[πρόσωπο]], σε Όμηρ.· με αιτ. και απαρ., [[αναγγέλλω]], [[διακηρύττω]] ότι..., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακοινώνω]], [[αναφέρω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[φέρνω]] [[νέα]], ειδήσεις για..., σε Ομήρ. Οδ.· [[περί]] τινος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., αυτοαναγγέλλομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., αναφέρομαι ως..., στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὰ ἠγγελμένα</i>, αναφορές, ειδήσεις, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγγέλλω:''' (fut. ἀγγελῶ - эп.-ион. тж. ἀγγελέω, aor. [[ἤγγειλα]], pf. [[ἤγγελκα]]; pass. aor. [[ἠγγέλθην]] и ἠγγέλην, pf. [[ἤγγελμαι]])<br /><b class="num">1)</b> возвещать, извещать, сообщать (κακὸυ [[ἔπος]] τινί Hom.; λόγους πρός τινα, εἰς πόλιν τι Eur.): ἀ. τινά Hom. и περί τινος Soph. сообщать вести о ком-л.; μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις; Plat. не приходишь ли ты с какими-л. новостями?; ἀγγεῖλαι θανόντα или ὡς τεθνηκότα Soph. сообщить, что он умер; ἀγγέλλεσθαι ἐπὶ τὸ [[πλεῖον]] Thuc. быть сообщенным в преувеличенном виде;<br /><b class="num">2)</b> заявлять, объявлять: ἀ. πόλεμον Plat. объявлять войну; ἀγγέλλεσθαί τινα εἶναι [[φίλος]] Soph. объявлять кого-л. своим другом.
}}
}}