Anonymous

ἀεκούσιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκούσιος]].
|dgtxt=v. [[ἀκούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀεκούσιος:''' -ον και -α, -ον, Αττ. συνηρ. [[ἀκούσιος]] <i>[ᾱ]</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει [[παρά]] τη [[θέληση]] κάποιου, [[ακούσιος]], [[αθέλητος]], λέγεται για ενέργειες, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πρόσωπα, μόνο ως επίρρ.· [[ἀκουσίως]], αθέλητα, [[παρά]] τη [[θέληση]], σε Θουκ.
}}
}}