Anonymous

ἀέκων: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_1)
(2)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄκων]], ἄκουσα, ἆκον.
|dgtxt=v. [[ἄκων]], ἄκουσα, ἆκον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀέκων:''' Αττ. συνηρ. [[ἄκων]] <i>[ᾱ]</i>, <i>-ουσα</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει [[παρά]] τη [[θέληση]] κάποιου, [[αθέλητος]], [[εξαναγκασμένος]]· λέγεται για πρόσωπα, ἀέκοντος [[ἐμεῖο]], σε Ομήρ. Ιλ.· πόλλ' [[ἀέκων]], αυτό που ο Βιργ. ονομάζει [[multa]] [[reluctans]], στον ίδ.· ἄκοντος [[Διός]], Λατ. [[invito]] Jove, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀκόντως]], ακούσια, αθέλητα, [[παρά]] τη [[θέληση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀκούσιος]], λέγεται για ενέργειες και για τα αποτελέσματά τους, [[παρά]] τη [[θέληση]]· <i>ἔργα</i>, σε Σοφ.
}}
}}