ἀέκων

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέκων Medium diacritics: ἀέκων Low diacritics: αέκων Capitals: ΑΕΚΩΝ
Transliteration A: aékōn Transliteration B: aekōn Transliteration C: aekon Beta Code: a)e/kwn

English (LSJ)

Ep. and Ion.; Att. and Trag. contr. ἄκων [ᾱ], ἄκουσα, ἆκον (uncontr. form also in IG1.61 (law of Draco), A.Supp.39 (anap.), sometimes found in codd. of Hdt., as 4.120,164):—
A involuntary, constrained, of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο Il.1.310; ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ 4.43; πόλλ' ἀέκων 11.557; opp. βουλόμενος, Hp.VC11; τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην (v.l. ἄκοντε) Il.5.366, Od.3.484; κάρτα ἀ. Hdt.9.111; ἀέκουσι (v.l. ἀεκούσια) δάκρυα παραρρεῖ Hp.Epid.1.19: contr. first in h.Cer.413; ἄκοντος Διός invito Jove, A.Pr.771; repeated, ἄκοντά σ' ἄκων προσπασσαλεύσω ib.19, cf. 671; ἄ. ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους S.Fr.929, cf. Ant.276; μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467. Adv. ἀκόντως = unwillingly, ὁμολογεῖν Pl.Prt. 333b, cf. Hp.Mi.374d; οὐκ ἀ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν X.HG4.8.5.
II Poet., like ἀκούσιος, of acts or their consequences, involuntary, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄ. S.OT 1230; ἔργων ἀ. Id.OC240 (lyr.), cf. 977.

Spanish (DGE)

v. ἄκων, ἄκουσα, ἆκον.

German (Pape)

[Seite 41] poet. u. ion. für das att. ἄκων, πόλλ' ἀέκων Il. 11, 557; ἀέκοντος ἐμεῖο, wider meinen Willen, 1, 301; Pind. ἀέκονθ' έκών Ol. 11, 30, οὐκ ἀέκων N. 4, 21; auch Aesch. Suppl. 39; Ap. Rh. u. a. D.

French (Bailly abrégé)

ουσα, ον :
v. ἄκων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀέκων -ουσα -ον, gen. -οντος, f. -ούσης, ep. en Ion. voor ἄκων.

Russian (Dvoretsky)

ἀέκων: ουσα, ον ион.-дор. = ἄκων II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέκων: Ἀττ. συνῃρ. ἄκων, [ᾱ], ουσα, ον· ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρ. τύπος εἶναι ἐν χρήσει ἐν ἀναπαιστικοῖς μέτρ. παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκ. 40. (ἑκών, ἴδ. ἐν λ. ἕκηλος)· ὁ παρὰ τὴν θέλησίν του ποιῶν τι, ἠναγκασμένος, βεβιασμένος, ἐπὶ προσ.: ἀέκοντος ἐμεῖο, Ἰλ. Α. 310· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, Δ. 43. ἐπιτεταμένον: πόλλ’ ἀέκων (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Λ. 557: ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον μόνον ἐν τῇ φράσει: τὼ δ’ οὐκ ἄκοντε πετέσθην (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἐπιτρέπει καὶ ἀέκοντε) Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Γ. 484· ἄλλως πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. εἰς Ὅμ. Δήμ. 413. Ἡρόδ. 2, 131, καὶ ἀλλ.· ― ἀκολούθως εἶναι κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι· (πρβλ. ἀεκούσιος), ἄκοντος Διός, invito Jove, Αἰσχύλ. Πρ. 771· συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται: ἄκοντά σ’ ἄκων προσπασσαλεύσω, αὐτόθι 19, πρβλ. 671· οὕτως: ἄκων ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους, Σοφ. Ἀποσπ. 688, πρβλ. Ἀντ. 276, μηδένα μήτ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 2· (σκῶμμα ἡρωϊκ.). ― Ἐπίρρ. ἀκόντως, παρὰ τὴν θέλησιν, ἀκουσίως· ὁμολογεῖν, Πλάτ. Πρωτ. 333Β, πρβλ. Ἱππ. Ἐλ. 374D, οὐκ ἄκ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ σπανίως, ὡς τὸ ἀκούσιος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, παρὰ τὴν θέλησιν, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκ., Σοφ. Ο. Τ. 1230· ἔργων ἀκ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 240· πρβλ. 977.

English (Autenrieth)

-ουσα (ϝεκών): unwilling, reluctant; ‘unintentionally,’ Il. 16.264, βιῃ ἀέκοντα, ‘by force against my will,’ Il. 15.186 ; σὲ βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα, Od. 4.646; cf. Il. 1.430.

English (Slater)

ἀέκων (ᾰε-, αε-.) unwilling ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.29) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (N. 4.21) ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52.

Greek Monotonic

ἀέκων: Αττ. συνηρ. ἄκων [ᾱ], -ουσα, -ον,
I. αυτός που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, αθέλητος, εξαναγκασμένος· λέγεται για πρόσωπα, ἀέκοντος ἐμεῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλλ' ἀέκων, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στον ίδ.· ἄκοντος Διός, Λατ. invito Jove, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. ἀκόντως, ακούσια, αθέλητα, παρά τη θέληση, σε Πλάτ.
II. όπως το ἀκούσιος, λέγεται για ενέργειες και για τα αποτελέσματά τους, παρά τη θέληση· ἔργα, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. against one's will, unwilling, of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο Il.; πόλλ' ἀέκων, Virgil's multa reluctans, Il.; ἄκοντος Διός, invito Jove, Aesch., Xen.:—adv. ἀκόντως, unwillingly, Plat.
II. like ἀκούσιος, of acts, involuntary, ἔργα Soph.