Anonymous

ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions

From LSJ
2
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]].
|btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ.
}}
}}