3,274,159
edits
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθῠρόγλωττος:''' невоздержанный (дерзкий) на язык ([[ἀνήρ]] Eur.). | |||
}} | }} |