Anonymous

ἄκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκαιρος]], -ον)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο [[παράκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>2.</b> [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> [[αδικαιολόγητος]], [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[ενοχλητικός]] με το να κάνει ή να πει [[κάτι]] τη [[στιγμή]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]<br />αντίθετο της λ. [[εὔκαιρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρία]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιρεύομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαιρολόγος]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιροβόας]], [[ἀκαιρορρήμων]], <i>ἀκαιροφάγος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκαιροπαρρησία]], <i>ἀκαιροπαρρησιαστής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακαι</i>-<i>ρόμυθος</i>, [[ακαιροφόρητος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκαιρος]], -ον)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο [[παράκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>2.</b> [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> [[αδικαιολόγητος]], [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[ενοχλητικός]] με το να κάνει ή να πει [[κάτι]] τη [[στιγμή]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]<br />αντίθετο της λ. [[εὔκαιρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρία]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιρεύομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαιρολόγος]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιροβόας]], [[ἀκαιρορρήμων]], <i>ἀκαιροφάγος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκαιροπαρρησία]], <i>ἀκαιροπαρρησιαστής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακαι</i>-<i>ρόμυθος</i>, [[ακαιροφόρητος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκαιρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική [[στιγμή]], [[παράκαιρος]], αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· <i>ἐς ἄκαιρα πονεῖν</i>, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· <i>οὐκ ἄκαιρα λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· [[ἄκαιρος]] [[προθυμία]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], Λατ. [[molestus]], σε Θεόφρ.
}}
}}