Anonymous

ἄκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκαιρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική [[στιγμή]], [[παράκαιρος]], αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· <i>ἐς ἄκαιρα πονεῖν</i>, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· <i>οὐκ ἄκαιρα λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· [[ἄκαιρος]] [[προθυμία]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], Λατ. [[molestus]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἄκαιρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική [[στιγμή]], [[παράκαιρος]], αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· <i>ἐς ἄκαιρα πονεῖν</i>, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· <i>οὐκ ἄκαιρα λέγειν</i>, σε Αισχύλ.· [[ἄκαιρος]] [[προθυμία]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], Λατ. [[molestus]], σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκαιρος:''' <b class="num">1)</b> несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий ([[προθυμία]] Thuc.; [[ἔπαινος]] Plat.: [[ῥαθυμία]] Dem.; [[γέλως]] Men.; [[στρατήγημα]] Plut.): οὐκ [[ἄκαιρα]] φαίνεται λέγειν Aesch. говорит он, повидимому, дело;<br /><b class="num">2)</b> неумеренный, чрезмерный ([[φιλοδοξία]], πλησμοναί Plut.): [[γνώμη]] ἄ. ὄλβου Eur. безграничная жажда богатств;<br /><b class="num">3)</b> непрошенный, назойливый, бестактный ([[γυνή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> неподходящий, непригодный: φυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. пригодный для несения охраны.
}}
}}