Anonymous

ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(T22)
(2)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[διαλείπω]] to [[intermit]], [[leave]] [[off]]), unintermitted, [[unceasing]]: 2 Timothy 1:3. (Tim. Locr. 98e.)  
|txtha=([[διαλείπω]] to [[intermit]], [[leave]] [[off]]), unintermitted, [[unceasing]]: 2 Timothy 1:3. (Tim. Locr. 98e.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιάλειπτος:''' -ον ([[διαλείπω]]), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
}}