Anonymous

ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιάλειπτος:''' -ον ([[διαλείπω]]), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πολύβ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ἀδιάλειπτος:''' -ον ([[διαλείπω]]), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιάλειπτος:''' непрерывный, беспрестанный Plat., Plut.
}}
}}