Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰώρα: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰώρα]] και [[ἐώρα]])<br />[[κάθισμα]] οποιασδήποτε μορφής και σχήματος που κρέμεται από [[δέντρο]] ή δοκάρια με δύο [[σχοινιά]] και [[επάνω]] στο οποίο αιωρείται [[κανείς]], κοινώς [[κούνια]], ανεμόκουνια<br /><b>νεοελλ.</b><br />κρεμαστό [[κρεβάτι]] από [[δίχτυ]] που το χρησιμοποιούν οι ναύτες στα πλοία (κοιν. [[μπράντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] άρματος με ελατήρια<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] για [[κρεμάλα]], [[βρόχος]]<br /><b>3.</b> [[αιώρηση]], [[ταλάντευση]]<br /><b>4.</b> (ως όρος ιατρ.) θεραπευτική [[άσκηση]] (τήν συνιστούσαν οι γιατροί Άντυλλος και Ορειβάσιος)<br /><b>5.</b> [[διακύμανση]], [[ταλάντευση]] της σκέψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>Fai</i>-<i>Fώρ</i>-<i>α</i>, με αναδιπλασιασμό <span style="color: red;"><</span> <i>αἰωρῶ</i> η [[γραφή]] [[ἐώρα]] της λ. οφείλεται σε [[προφορά]] του <i>αι</i>- ως <i>ε</i>-].
|mltxt=η (Α [[αἰώρα]] και [[ἐώρα]])<br />[[κάθισμα]] οποιασδήποτε μορφής και σχήματος που κρέμεται από [[δέντρο]] ή δοκάρια με δύο [[σχοινιά]] και [[επάνω]] στο οποίο αιωρείται [[κανείς]], κοινώς [[κούνια]], ανεμόκουνια<br /><b>νεοελλ.</b><br />κρεμαστό [[κρεβάτι]] από [[δίχτυ]] που το χρησιμοποιούν οι ναύτες στα πλοία (κοιν. [[μπράντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] άρματος με ελατήρια<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] για [[κρεμάλα]], [[βρόχος]]<br /><b>3.</b> [[αιώρηση]], [[ταλάντευση]]<br /><b>4.</b> (ως όρος ιατρ.) θεραπευτική [[άσκηση]] (τήν συνιστούσαν οι γιατροί Άντυλλος και Ορειβάσιος)<br /><b>5.</b> [[διακύμανση]], [[ταλάντευση]] της σκέψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>Fai</i>-<i>Fώρ</i>-<i>α</i>, με αναδιπλασιασμό <span style="color: red;"><</span> <i>αἰωρῶ</i> η [[γραφή]] [[ἐώρα]] της λ. οφείλεται σε [[προφορά]] του <i>αι</i>- ως <i>ε</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰώρα:''' ἡ ([[ἀείρω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μηχάνημα]] μέσω του οποίου τα σώματα κρατιούνται μετέωρα, [[βρόχος]], [[θηλειά]] για [[κρέμασμα]], [[σχοινί]] για [[αγχόνη]], σε Σοφ. (κατά τον τύπο [[ἐώρα]]).<br /><b class="num">II.</b> [[ταλάντευση]] στον αέρα, [[αιώρηση]], [[μετεωρισμός]], σε Πλάτ.
}}
}}