Anonymous

αἰγινόμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἰγῐνόμος) -ον<br />[[que da pasto]], [[que sirve de pasto a las cabras]]de tierras, D.H.1.33.
|dgtxt=(αἰγῐνόμος) -ον<br />[[que da pasto]], [[que sirve de pasto a las cabras]]de tierras, D.H.1.33.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰγῐνόμος:''' -ον ([[αἴξ]], [[νέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., [[αιγοβοσκός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αἰγίνομος]] (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· [[βοτάνη]], στο ίδ.
}}
}}