αἰγινόμος

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγῐνόμος Medium diacritics: αἰγινόμος Low diacritics: αιγινόμος Capitals: ΑΙΓΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: aiginómos Transliteration B: aiginomos Transliteration C: aiginomos Beta Code: ai)gino/mos

English (LSJ)

αἰγινόμον, (νέμω)
A feeding goats: Subst., goatherd, AP6.221 (Leon.), cf. 9.744 (Leon.).
II αἰγίνομος, ον, Pass., browsed by goats, βοτάνη ib. 217 (Muc. Scaev.).

Spanish (DGE)

(αἰγῐνόμος) -ον
que da pasto, que sirve de pasto a las cabras de tierras, D.H.1.33.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἰγινομεύς.
Étymologie: αἴξ, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰγινόμος -ου, ὁ αἴξ, νέμω geitenhoeder.

German (Pape)

ὁ, Ziegenhirt, Leon. Aj. 12 (VI.221); ὡιγινόμοι Leon. (IX.744).

Russian (Dvoretsky)

αἰγινόμος: ὁ Anth. = αἰγινομεύς.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγῐνόμος: -ον, (νέμω) ὁ νέμων αἶγας: ὡς οὐσιαστ. αἰγοβοσκός, Ἀνθ. Π. 6. 221, πρβλ. 9. 744. ΙΙ. αἰγίνομος (προπαροξ.) παθ. = ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν· βοτάνη, Ἀνθ. Π. 9. 217.

Greek Monotonic

αἰγῐνόμος: -ον (αἴξ, νέμω),
I. αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., αιγοβοσκός, σε Ανθ.
II. αἰγίνομος (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· βοτάνη, στο ίδ.

Middle Liddell

[αἴξ, νέμω [cf. αἰγίνομος
feeding goats: as substantive a goatherd, Anth.