αἰγινόμος
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
αἰγινόμον, (νέμω)
A feeding goats: Subst., goatherd, AP6.221 (Leon.), cf. 9.744 (Leon.).
II αἰγίνομος, ον, Pass., browsed by goats, βοτάνη ib. 217 (Muc. Scaev.).
Spanish (DGE)
(αἰγῐνόμος) -ον
que da pasto, que sirve de pasto a las cabras de tierras, D.H.1.33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. αἰγινομεύς.
Étymologie: αἴξ, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγινόμος -ου, ὁ αἴξ, νέμω geitenhoeder.
German (Pape)
ὁ, Ziegenhirt, Leon. Aj. 12 (VI.221); ὡιγινόμοι Leon. (IX.744).
Russian (Dvoretsky)
αἰγινόμος: ὁ Anth. = αἰγινομεύς.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγῐνόμος: -ον, (νέμω) ὁ νέμων αἶγας: ὡς οὐσιαστ. αἰγοβοσκός, Ἀνθ. Π. 6. 221, πρβλ. 9. 744. ΙΙ. αἰγίνομος (προπαροξ.) παθ. = ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν· βοτάνη, Ἀνθ. Π. 9. 217.
Greek Monotonic
αἰγῐνόμος: -ον (αἴξ, νέμω),
I. αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., αιγοβοσκός, σε Ανθ.
II. αἰγίνομος (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· βοτάνη, στο ίδ.
Middle Liddell
[αἴξ, νέμω [cf. αἰγίνομος
feeding goats: as substantive a goatherd, Anth.