Anonymous

ἀκηχέδαται: Difference between revisions

From LSJ
2
(Autenrieth)
(2)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἀκαχίζω]].
|auten=see [[ἀκαχίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκηχέδαται:''' ή -έαται, Επικ. αντί <i>ἠκάχηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀχέω]]· ἀκηχεμένος, αντί <i>ἀκαχήμενος</i>, Επικ. μτχ.
}}
}}